- συλλυπούμαι
- συλλυποῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ, και ενεργτ. συλλυπῶ, -έω, Ανεοελλ.1. εκφράζω σε κάποιον τη λύπη μου για δυσάρεστο συμβάν που τόν έπληξε, ιδίως εκφράζω τη συμμετοχή μου σε πένθος2. εκφράζω σε κάποιον τη λύπη μου για κάτι το μεμπτό, για αξιοκατάκριτη ενέργειά του («σέ συλλυπούμαι για την αγνωμοσύνη σου»)μσν.-αρχ.αισθάνομαι θλίψη για τα παθήματα κάποιου, λυπάμαι μαζί με αυτόν (α. «συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν», ΚΔβ. «τίς σοι συλλυπηθήσεται;», ΠΔ)αρχ.(το ενεργ.) συλλυπῶπροκαλώ μαζί με άλλον λύπη σε έναν τρίτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + λυποῡμαι].
Dictionary of Greek. 2013.